- εὐδιαφορησία
- εὐδιαφορ-ησία, ἡ,A freedom of perspiration, Sor.1.29.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευδιαφορησία — εὐδιαφορησία, ἡ (Α) [ευδιαφόρητος] η ιδιοτητα τού ευδιαφορήτου, η ευκολία στην εφίδρωση … Dictionary of Greek
εὐδιαφορησίαν — εὐδιαφορησίᾱν , εὐδιαφορησία freedom of perspiration fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)